χλωροπλάστης

χλωροπλάστης
ο, Ν
βοτ. ημιαυτόνομο κυτταρικό οργανίδιο τών πράσινων φυτών και όλων τών ευκαρυωτικών οργανισμών, το οποίο περιέχει τα μόρια τής χλωροφύλλης και στο οποίο συντελείται η φωτοσύνθεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chloroplast < χλωρ(ο)-* + πλάστης. Η λ., στον λόγιο τ. τού πληθ. χλωροπλάσται, μαρτυρείται από το 1893 στον Σπ. Μηλιαράκη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Chloroplast — Simplified structure of a chloroplast Chloroplasts (English pronunciation: /ˈklɒrəplæsts/) are organelles found in plant cells and other eukaryotic organisms that conduct photosynthesis. Chloroplasts capture light energy to conserve …   Wikipedia

  • χλωρ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθετο χλωρός και εμφανίζει τις σημασίες τού επιθέτου χλωρός, δηλαδή τόσο τη σημασία τού ωχρού, τού πρασινωπού (πρβλ. χλωρό πτιλος, χλωρο φύλλη) όσο και τη σημασία τού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”